28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

H Ιταλία κηρύσσει πόλεμο και προσβάλλει τα από Αλβανίας σύνορα της Ελλάδας. Συνάντηση Χίτλερ - Μουσολίνι στη Φλωρεντία, τοπική ώρα 11.00. "Φύρερ, προελαύνουμε.." ήταν τα πρώτα λόγια του Μουσολίνι.
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως ελληνοιταλικογερμανικός πόλεμος.
Ο πόλεμος αυτός ήταν το αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, όπως τη Σομαλιλάνδη, το καλοκαίρι του 1940, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του Πρωθυπουργού (το περίφημο «όχι»), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα.
  • Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ανεξάρτητα των όσων έχουν γραφεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα, ο πόλεμος αυτός δεν ήταν αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925. Αλλά και από ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα όπως αναφέρονται παρακάτω, οδηγούσαν με απόλυτη ακρίβεια την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση κατά την οποία η Ελλάδα βρέθηκε τουλάχιστον έτοιμη να την αντιμετωπίσει.
Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικόγερμανικό πόλεμο.
Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας.

ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 


Συμπληρώνονται 66 χρόνια από τη στιγμή που ο Ι. Μεταξάς είπε το «ΟΧΙ», βάζοντας την Ελλάδα στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο .

Η σημασία του «ΟΧΙ» στην έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου


Του Κώστα Ονισένκο

(onisenko@kathimerini.gr)

«Κύριε, αυτό είναι πόλεμος». Μ' αυτά τα λόγια ο Ιωάννης Μεταξάς απορρίπτει το τελεσίγραφο του Ιταλού πρεσβευτή Εμανουέλο Γκράτσι που ζητούσε παραχώρηση ελληνικών εδαφών για στρατιωτική χρήση από τις δυνάμεις του Άξονα. Τα ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου του 1940 η Ελλάδα βγαίνει από την ουδετερότητα και συντάσσεται με τους Συμμάχους


Έχουν γραφτεί πολλά για το πόσο ο Μεταξάς ήθελε να στραφεί κατά του Άξονα και αν το «Όχι» θα πρέπει να αποδοθεί στον ίδιο ή στον ελληνικό λαό συνολικά. Ένα ιστορικό πρόβλημα που θα μας απασχολήσει για αρκετό καιρό.

Διαβάζοντας το τελεσίγραφο (... η Ιταλική Κυβέρνηση στην απόφαση να ζητήσει από την Ελληνική Κυβέρνηση -ως εγγύηση για την ουδετερότητα της Ελλάδας και ως εγγύηση για την ασφάλεια της Ιταλίας- το δικαίωμα να καταλάβει δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων, για τη διάρκεια της σημερινής προς την Αγγλία ρήξεως, ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους...) αντιλαμβανόμαστε πως κάθε αρχηγός κράτους -έστω με ελάχιστη συνείδηση- μπορεί να διακρίνει πως πρόκειται για πράξη πολέμου. Κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας ο Μεταξάς και ο βασιλιάς Γεώργιος Β' απευθύνουν διαδοχικά διαγγέλματα προς το λαό, στα οποία ενημερώνουν τους Έλληνες για την κατάσταση και τους καλούν να προασπιστούν την πατρίδα, στεκόμενοι αντάξιοι των προγόνων τους.
Η Ελλάδα, για ακόμα μια φορά, βρισκόταν σε πόλεμο.
Στην εποχή μας οι συμμαχικές χώρες γιορτάζουν κάθε χρόνο τη λήξη του Β' ΠΠ την ώρα που η Ελλάδα έχει θεσπίσει ως αργία την είσοδό της στον πόλεμο, ένα γεγονός στο οποίο αξίζει να σταθούμε.
Η ναζιστική Γερμανία ήταν ο «εφευρέτης» του «αστραπιαίου πολέμου», μιας τακτικής που χαρακτηρίζεται από ξαφνικές, σύντομες χερσαίες επιθέσεις υποστηριζόμενες από αέρος που βασίζονται στην άριστη οργάνωση και τα προηγμένα τεχνικά μέσα. Αυτήν ακριβώς την τεχνική δεν είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει η συμμαχική Ευρώπη μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.
Οι οργανωμένες γερμανικές και ιταλικές επιθέσεις μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο υπολογισμένες που το ποσοστό αποτυχίας τους ήταν ελάχιστο. Με λίγα λόγια, οι στρατοί του Άξονα απέφευγαν να εμπλακούν σε σημαντικές μάχες με χώρες που μπορούσαν να τους προβάλλουν ουσιαστική αντίσταση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ιταλικής εισβολής στην Αιθιοπία όπου η μεγαλύτερη αεροπορία του κόσμου είχε κληθεί να αντιμετωπίσει το... ένα βασιλικό αεροπλάνο.
Ανάλογη ήταν και η πρόβλεψη για την Ελλάδα, ο Άξονας θεωρούσε πως μια μικρή αγροτική χώρα δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στρατιωτικά έναντι της στρατοκρατούμενης Ιταλίας και ο πόλεμος θα είχε διάρκεια λίγων ημερών. Την κατάκτηση της Ελλάδας θα ακολουθούσε ο «πραγματικός πόλεμος», αυτή τη φορά εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Η εκστρατεία θα ξεκινούσε με χτυπήματα στη Σοβιετική Ένωση από τα νώτα. Έχοντας φιλικά προσκείμενες τις Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία και κατακτημένη την Πολωνία, ο Άξονας χρειαζόταν την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία για να ανοίξει ένας διάδρομος ξηράς, αέρος και θαλάσσης προς την Σοβιετική Ένωση για να παρελάσουν τα στρατεύματα στην επιχείρηση Βαρβαρόσα. Όταν η «επιχείρηση ρουτίνας» στην Ελλάδα μετατράπηκε σε εφιάλτη και αντί να κερδίζουν οι Ιταλοί έχαναν εδάφη επικράτησε σύγχυση και στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
Οι νίκες της «μικρής» Ελλάδας ήταν ένα διπλό δώρο για τους Συμμάχους. Αφενός ράγισε η εικόνα του αήττητου εχθρού και αφετέρου έδωσε χρόνο για οργάνωση, το δεύτερο αφορούσε κυρίως τη Σ. Ένωση.
Ο Στάλιν -που μέχρι πρότινος θεωρούσε σύμμαχο τον Χίτλερ και δεχόταν αντικρουόμενες πληροφορίες για την πρόθεση της Γερμανίας- είχε σπαταλήσει πολύτιμο χρόνο και οι -τουλάχιστον- τέσσερις εβδομάδες που του «χάρισε» η ελληνική αντίσταση αποδείχθηκαν πολύτιμες για την οργάνωση της εθνικής άμυνας. Παράλληλα, το κύρος του Άξονα κλονίστηκε με αποτέλεσμα και οι φιλικά προσκείμενες χώρες να διστάζουν μπροστά σε μια συμμαχία με τις Γερμανοιταλικές δυνάμεις.
Οι φόβοι για επέκταση των ιταλικών δυνάμεων στην Αφρική και Μ. Ανατολή διαλύθηκαν αφού αυτές είχαν «βαλτώσει» για μήνες στα ελληνικά βουνά.
Στις 216 ημέρες που κράτησε η οργανωμένη αντίσταση του ελληνικού στρατού, μέχρι τη στιγμή που έπεσε και το τελευταίο οχυρό στην Κρήτη, όλος ο κόσμος έγινε μάρτυρας ενός μικρού θαύματος.
Το πώς μια αγροτική χώρα με ελάχιστο στρατό μπορεί να αντισταθεί ηρωικά σε έναν πολυάριθμο και καλύτερα εξοπλισμένο αντίπαλο είναι ένα γεγονός που παραμένει μυστήριο από την εποχή των Θερμοπυλών. Σίγουρα όμως, αν η Ελλάδα -είτε από δειλία είτε από συμφέρον- είχε δεχθεί το τελεσίγραφο των Ιταλών την 28η Οκτωβρίου του 1940 ο πόλεμος θα είχε διαφορετική έκβαση με απρόβλεπτες -ιστορικά- συνέπειες.
Πηγή : H KAΘHMEPINH


Στον παρακάτω σύνδεσμο θα βρείτε την πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία της νηπιαγωγού Χρυσάνθης Σοφιανοπούλου, στην Δημητσάνα το 2005
 
http://www.inarcadia.gr/news/arthra/ekpaid/28omil-sofian.pdf