Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1848 ΕΞΑΠΛΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Μία επανάσταση που είχε λάβει χώρα το 1830 είχε οδηγήσει στην καθαίρεση του τυραννικού Καρόλου Ι’ και την αντικατάστασή του από τον ξάδερφό του Λουδοβίκο Φίλιππο Α΄. Κι ενώ η βασιλεία του τελευταίου έγινε δεκτή αρχικά με μεγάλη ικανοποίηση, μέχρι τα τέλη του 1840 η αποδοχή του από το λαό είχε εξανεμιστεί. Ο κάποτε αποκαλούμενος «Πολίτης Βασιλιάς» και «Αστός Μονάρχης», αποδείχθηκε εξίσου συντηρητικός με τους προγόνους του. Παρότι εμφανιζόταν ως ένας πραγματικός Συνταγματικός Βασιλιάς, η κυβέρνησή του ήταν αφοσιωμένη σε μία νέα «τάξη ευγενών», τους νεόπλουτους επιχειρηματίες και τραπεζίτες. Το δικαίωμα ψήφου επεκτάθηκε στο μόλις 1% των Γάλλων ανδρών, γεγονός που οδήγησε σε μια κυβέρνηση που ήλεγχε μια μικρή μορφωμένη ελίτ.
Το αποτέλεσμα ήταν οι συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης να χειροτερέψουν σημαντικά κατά τη βασιλεία του. Μέχρι το 1846, το 1/3 των κατοίκων του Παρισιού διαβίωνε σε τέτοιες συνθήκες φτώχειας, που στηριζόταν στο ψωμί που μοίραζε η κυβέρνηση για να μην πεθάνει από το λιμό.
Η οικονομική κρίση μετατράπηκε σε σοβαρή ύφεση, που συνοδεύτηκε από μια ιδιαίτερα κακή σοδειά σε εθνικό επίπεδο το 1846. Η κυβέρνηση δεν ήταν προετοιμασμένη για την αντιμετώπιση τόσο υψηλά επίπεδα ανεργίας και έλλειψης τροφίμων. Σειρά διαδηλώσεων μετατράπηκαν σύντομα σε επανάσταση κατά της κυβέρνησης του Βασιλιά. Προς έκπληξη όλων στη χώρα, ο Λουδοβίκος Φίλιππος Α΄ εγκατέλειψε το Παρίσι στις 24 Φεβρουαρίου 1848.
Φάνηκε αρχικά πως ο νεαρός Κόμης του Παρισιού θα διαδεχόταν τον Βασιλιά, σύντομα όμως η φιλελεύθερη αντιπολίτευση στη χώρα σύστησε μια προσωρινή κυβέρνηση, που αποκλήθηκε Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία. Η κυβέρνηση αυτή έθεσε ως στόχο τη Γενική Ανακούφιση σε σχέση με την Ψήφο και την Ανεργία. Επιτεύχθηκε στις 2 Μαρτίου 1848 και το ζήτημα της ανεργίας αντιμετωπίστηκε χάρη σε ένα πρόγραμμα πρόσληψης πολιτών για να εργαστούν σε διάφορα δημόσια έργα. Η πρώτη κυβέρνηση όμως που προέκυψε μετά τις εκλογές όπου όλοι είχαν δικαίωμα ψήφου, κυριαρχείτο από συντηρητικούς βασιλόφρονες και μετριοπαθείς φιλελεύθερους αστούς, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων «ριζοσπαστικών ρεπουμπλικάνων». Παράλληλα, τα προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας στηρίζονταν στους φόρους για τη χρηματοδότησή τους και στην πραγματικότητα ουδέποτε προσέφεραν εργασίας σε τόσο μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.
Η νέα κυβέρνηση ορίστηκε στις 21 Ιουνίου. Όσοι έμειναν άνεργοι ξανά αντέδρασαν βίαια, με την ημέρα εκείνη να έχει μείνει γνωστή ως «Εξεγέρσεις Ημερών Ιουνίου». Από τις 23 έως τις 26 Ιουνίου, η κυβέρνηση έδωσε εντολή στο στρατό – που καθοδηγείτο από το στρατηγό Louis Eugene Cavaignac να καταστείλει συστηματικά τις εξεγέρσεις των εργαζόμενων.
Συνολικά 15.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν και άλλοι 15.000 απελάθηκαν από τη Γαλλία προς την Αλγερία για να εργαστούν σε στρατόπεδα εργασίας. Ο Cavaignac αναλαμβάνει επικεφαλής της γαλλικής κυβέρνησης μέχρι τις επόμενες εκλογές, οι οποίες θα οδηγήσουν τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας στις 10 Δεκεμβρίου 1848.

17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Η ιστορική πτήση των αδελφών Ράιιτ



Στις 17 Δεκεμβρίου 1903, σ' ένα απόμερο ψαροχώρι των ΗΠΑ, δύο κατασκευαστές ποδηλάτων πέταξαν το πρώτο αεροπλάνο, αλλάζοντας τον κόσμο για πάντα. Η πρώτη πτήση των αδελφών Ράιτ διάρκεσε μόλις 12 δευτερόλεπτα και διάνυσε απόσταση 37 μέτρων, λιγότερο από το μήκος ενός σημερινού Airbus Α320 ή ενός Boeing 747. Ήταν η πρώτη φορά που ο άνθρωπος πραγματοποίησε μια απολύτως ελεγχόμενη μηχανοκίνητη πτήση με ένα αεροπλάνο βαρύτερο από τον αέρα.
Ο Γουίλμπερ (1867 - 1912) και ο Όρβιλ Ράιτ (1871 - 1948) άρχισαν να ενδιαφέρονται για τις πτήσεις το 1878, όταν ο πατέρας τους Μίλτον τους χάρισε ένα λαστιχένιο παιχνίδι, που έμοιαζε με ελικόπτερο. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα τα δύο αδέλφια άνοιξαν μια εταιρεία κατασκευής και εμπορίας ποδηλάτων στη γενέτειρά τους Ντέιτον του Οχάιο. Όσα έμαθαν για τα ποδήλατα -η ανάγκη για μια ανθεκτική, ελαφρά κατασκευή, η σπουδαιότητα της ισορροπίας, του ελέγχου και της αντίστασης του αέρα- ήταν ανεκτίμητα εφόδια για την κατασκευή ενός αεροπλάνου.
Το 1899 άρχισαν να κατασκευάζουν ανεμόπτερα και να ανακαλύπτουν μέσα από την πράξη τους νόμους της αεροναυτικής, με τη δημιουργία μιας αεροδυναμικής σήραγγας στο Ντέιτον. Το 1903 ήταν έτοιμοι να πραγματοποιήσουν το μεγάλο άλμα, αφού κατασκεύασαν αξιόπιστους κινητήρες και έλικες. Το πεδίο των δοκιμών τους ήταν ένα παραθαλάσσιο χωριό στη Βόρεια Καρολίνα, που ονομαζόταν Κίτι Χοκ. Το διάλεξαν για τους σταθερούς ανέμους του και τις πολλές αμμουδιές του, χρήσιμες για τη φάση της προσγείωσης και την αποφυγή ατυχημάτων και ανεπιθύμητων τραυματισμών.
Το αεροπλάνο που κατασκεύασαν είχε το όνομα «Flyer 1» («Αεροπόρος 1»). Ήταν διπλάνο και κατασκευασμένο από ξύλο ελάτης. Είχε βάρος 341 κιλά μαζί με τον πιλότο, μήκος 6,5 μέτρα, άνοιγμα πτερύγων 12,3 μέτρα, ενώ το ένα φτερό του ήταν μεγαλύτερο από το άλλο κατά μερικά εκατοστά, προκειμένου να υπάρχει μεγαλύτερη ευστάθεια στο αεροπλάνο. Η μηχανή ήταν πρωτότυπη κατασκευή του υπαλλήλου των Ράιτ, Τσάρλι Τέηλορ, και δανειζόταν πολλά στοιχεία από την τεχνολογία του ποδηλάτου, επειδή οι κινητήρες των αυτοκινήτων είχαν πολύ μεγάλο βάρος. Ο πιλότος ήταν τοποθετημένος μπρούμυτα και με ένα μοχλό κατηύθυνε το πηδάλιο.
Η πρώτη πτήση του Flyer 1 έγινε στις 14 Δεκεμβρίου με πιλότο τον Γουίλμπουρ, που κέρδισε τον Όρβιλ στο στρίψιμο του νομίσματος. Δεν ήταν το ίδιο τυχερός και στην πτήση, αφού το αεροπλάνο δεν πρόλαβε να πάρει ύψος και κατέπεσε, ευτυχώς χωρίς ο Γουίλμπουρ να πάθει το παραμικρό. Το αεροπλάνο έπαθε ζημιές και χρειάστηκαν τρεις μέρες για να επισκευαστούν.
Στις 17 Δεκεμβρίου το Flyer ήταν έτοιμο με τον Όρβιλ στο κόκπιτ». Ήταν 10:35 το πρωί, όταν το αεροπλάνο απογειώθηκε αυτοδύναμα και μετά από 12 δευτερόλεπτα στον αέρα προσγειώθηκε κανονικά. Ο Όρβιλ Ράιτ είχε γράψει ιστορία. Στη συνέχεια, τα δύο αδέλφια πραγματοποίησαν, εναλλάξ, τρεις ακόμα πτήσεις σε ευθεία γραμμή, με την τελευταία να διαρκεί 59 δευτερόλεπτα και να διανύει μια απόσταση 260 μέτρων.

20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Με τον όρο Δίκη της Νυρεμβέργης αναφέρεται η δίκη των Γερμανών ναζιστών εγκληματιών πολέμου που ξεκίνησε στο δικαστικό μέγαρο της Νυρεμβέργης στις 20 Νοεμβρίου του 1945, με κατηγορούμενους 24 μέλη του ναζιστικού κόμματος και οκτώ ναζιστικές οργανώσεις. Διήρκεσε έως την 1η Οκτωβρίου 1946.
Το Δικαστήριο που συστάθηκε ήταν αποτέλεσμα μιας συμφωνίας, την οποία υπέγραψαν οι Κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών στις 8 Αυγούστου 1945 στο Λονδίνο, για την δίκη και πιθανή καταδίκη όλων των εγκληματιών πολέμου των προερχόμενων από τον Άξονα.
Η συμφωνία αυτή προέβλεπε ότι το Δικαστήριο θα απαρτιζόταν από τέσσερα μέλη, καθένα από τα οποία θα είχε και ένα αναπληρωματικό. Τόσο τα τακτικά, όσο και τα αναπληρωματικά μέλη, θα ορίζονταν από τις υπογράφουσες τη συμφωνία Κυβερνήσεις. Απαρτία θεωρείται ότι έχει το Δικαστήριο μόνον όταν παρίστανται και τα τέσσερα μέλη του (τακτικά ή αναπληρωματικά). Αφέθηκε ανοικτό το θέμα να υπάρξουν και άλλες δίκες, αν προέκυπτε τέτοια ανάγκη κατά την ακροαματική διαδικασία.
Στο Δικαστήριο συμμετείχε, επίσης, και η Γαλλία.
Οι βασικές κατηγορίες, για τις οποίες θα λογοδοτούσαν οι υπόδικοι, ήταν:
  • Εγκλήματα κατά της Ειρήνης: Συγκεκριμένα ο σχεδιασμός, η προετοιμασία, η έναρξη, η εξαπόλυση πολέμου ή επίθεσης ή πολέμου κατά παράβαση των διεθνών συνθηκών, συμφωνιών ή διαβεβαιώσεων, ή συμμετοχή σε κοινό σχέδιο συνωμοσίας για την επίτευξη οποιουδήποτε από τους παραπάνω στόχους.
  • Εγκλήματα Πολέμου: Συγκεκριμένα, παραβιάσεις των νόμων και των κανόνων του πολέμου. Σε αυτά περιλαμβάνονται - δεν περιορίζονται όμως σε αυτά - δολοφονίες, κακομεταχείριση ή εκτόπιση για καταναγκαστική εργασία ή οποιοδήποτε άλλου σκοπό ιδιωτών από κατακτημένη χώρα, δολοφονία ή κακομεταχείριση αιχμαλώτων πολέμου ή ναυτικών, εκτέλεση ομήρων, λεηλασίες δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, απρόκλητη καταστροφή πόλεων, κωμοπόλεων ή χωριών ή καταστροφές μη υπαγορευόμενες από στρατιωτική ανάγκη.
  • Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας: Συγκεκριμένα, δολοφονία, εξόντωση, υποδούλωση, εκτόπιση και άλλες απάνθρωπες πράξεις διαπράχθηκαν κατά πολιτών πριν ή κατά τη διάρκεια του πολέμου. διώξεις λόγω πολιτικών, φυλετικών ή θρησκευτικών αιτίων ή σχετικών με οποιοδήποτε έγκλημα το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι, εκτελέσθηκε, είτε παραβίασε την τοπική νομοθεσία είτε όχι, της χώρας στην οποία διαπράχθηκε.
  • Συνωμοσία για το σχεδιασμό και την εξαπόλυση επιθετικών ενεργειών και άλλων εγκλημάτων κατά της Παγκόσμιας Ειρήνης.

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

H Ιταλία κηρύσσει πόλεμο και προσβάλλει τα από Αλβανίας σύνορα της Ελλάδας. Συνάντηση Χίτλερ - Μουσολίνι στη Φλωρεντία, τοπική ώρα 11.00. "Φύρερ, προελαύνουμε.." ήταν τα πρώτα λόγια του Μουσολίνι.
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως ελληνοιταλικογερμανικός πόλεμος.
Ο πόλεμος αυτός ήταν το αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, όπως τη Σομαλιλάνδη, το καλοκαίρι του 1940, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του Πρωθυπουργού (το περίφημο «όχι»), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα.
  • Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ανεξάρτητα των όσων έχουν γραφεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα, ο πόλεμος αυτός δεν ήταν αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925. Αλλά και από ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα όπως αναφέρονται παρακάτω, οδηγούσαν με απόλυτη ακρίβεια την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση κατά την οποία η Ελλάδα βρέθηκε τουλάχιστον έτοιμη να την αντιμετωπίσει.
Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικόγερμανικό πόλεμο.
Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας.

ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 


Συμπληρώνονται 66 χρόνια από τη στιγμή που ο Ι. Μεταξάς είπε το «ΟΧΙ», βάζοντας την Ελλάδα στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο .

Η σημασία του «ΟΧΙ» στην έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου


Του Κώστα Ονισένκο

(onisenko@kathimerini.gr)

«Κύριε, αυτό είναι πόλεμος». Μ' αυτά τα λόγια ο Ιωάννης Μεταξάς απορρίπτει το τελεσίγραφο του Ιταλού πρεσβευτή Εμανουέλο Γκράτσι που ζητούσε παραχώρηση ελληνικών εδαφών για στρατιωτική χρήση από τις δυνάμεις του Άξονα. Τα ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου του 1940 η Ελλάδα βγαίνει από την ουδετερότητα και συντάσσεται με τους Συμμάχους


Έχουν γραφτεί πολλά για το πόσο ο Μεταξάς ήθελε να στραφεί κατά του Άξονα και αν το «Όχι» θα πρέπει να αποδοθεί στον ίδιο ή στον ελληνικό λαό συνολικά. Ένα ιστορικό πρόβλημα που θα μας απασχολήσει για αρκετό καιρό.

Διαβάζοντας το τελεσίγραφο (... η Ιταλική Κυβέρνηση στην απόφαση να ζητήσει από την Ελληνική Κυβέρνηση -ως εγγύηση για την ουδετερότητα της Ελλάδας και ως εγγύηση για την ασφάλεια της Ιταλίας- το δικαίωμα να καταλάβει δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων, για τη διάρκεια της σημερινής προς την Αγγλία ρήξεως, ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους...) αντιλαμβανόμαστε πως κάθε αρχηγός κράτους -έστω με ελάχιστη συνείδηση- μπορεί να διακρίνει πως πρόκειται για πράξη πολέμου. Κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας ο Μεταξάς και ο βασιλιάς Γεώργιος Β' απευθύνουν διαδοχικά διαγγέλματα προς το λαό, στα οποία ενημερώνουν τους Έλληνες για την κατάσταση και τους καλούν να προασπιστούν την πατρίδα, στεκόμενοι αντάξιοι των προγόνων τους.
Η Ελλάδα, για ακόμα μια φορά, βρισκόταν σε πόλεμο.
Στην εποχή μας οι συμμαχικές χώρες γιορτάζουν κάθε χρόνο τη λήξη του Β' ΠΠ την ώρα που η Ελλάδα έχει θεσπίσει ως αργία την είσοδό της στον πόλεμο, ένα γεγονός στο οποίο αξίζει να σταθούμε.
Η ναζιστική Γερμανία ήταν ο «εφευρέτης» του «αστραπιαίου πολέμου», μιας τακτικής που χαρακτηρίζεται από ξαφνικές, σύντομες χερσαίες επιθέσεις υποστηριζόμενες από αέρος που βασίζονται στην άριστη οργάνωση και τα προηγμένα τεχνικά μέσα. Αυτήν ακριβώς την τεχνική δεν είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει η συμμαχική Ευρώπη μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.
Οι οργανωμένες γερμανικές και ιταλικές επιθέσεις μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο υπολογισμένες που το ποσοστό αποτυχίας τους ήταν ελάχιστο. Με λίγα λόγια, οι στρατοί του Άξονα απέφευγαν να εμπλακούν σε σημαντικές μάχες με χώρες που μπορούσαν να τους προβάλλουν ουσιαστική αντίσταση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ιταλικής εισβολής στην Αιθιοπία όπου η μεγαλύτερη αεροπορία του κόσμου είχε κληθεί να αντιμετωπίσει το... ένα βασιλικό αεροπλάνο.
Ανάλογη ήταν και η πρόβλεψη για την Ελλάδα, ο Άξονας θεωρούσε πως μια μικρή αγροτική χώρα δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στρατιωτικά έναντι της στρατοκρατούμενης Ιταλίας και ο πόλεμος θα είχε διάρκεια λίγων ημερών. Την κατάκτηση της Ελλάδας θα ακολουθούσε ο «πραγματικός πόλεμος», αυτή τη φορά εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Η εκστρατεία θα ξεκινούσε με χτυπήματα στη Σοβιετική Ένωση από τα νώτα. Έχοντας φιλικά προσκείμενες τις Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία και κατακτημένη την Πολωνία, ο Άξονας χρειαζόταν την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία για να ανοίξει ένας διάδρομος ξηράς, αέρος και θαλάσσης προς την Σοβιετική Ένωση για να παρελάσουν τα στρατεύματα στην επιχείρηση Βαρβαρόσα. Όταν η «επιχείρηση ρουτίνας» στην Ελλάδα μετατράπηκε σε εφιάλτη και αντί να κερδίζουν οι Ιταλοί έχαναν εδάφη επικράτησε σύγχυση και στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
Οι νίκες της «μικρής» Ελλάδας ήταν ένα διπλό δώρο για τους Συμμάχους. Αφενός ράγισε η εικόνα του αήττητου εχθρού και αφετέρου έδωσε χρόνο για οργάνωση, το δεύτερο αφορούσε κυρίως τη Σ. Ένωση.
Ο Στάλιν -που μέχρι πρότινος θεωρούσε σύμμαχο τον Χίτλερ και δεχόταν αντικρουόμενες πληροφορίες για την πρόθεση της Γερμανίας- είχε σπαταλήσει πολύτιμο χρόνο και οι -τουλάχιστον- τέσσερις εβδομάδες που του «χάρισε» η ελληνική αντίσταση αποδείχθηκαν πολύτιμες για την οργάνωση της εθνικής άμυνας. Παράλληλα, το κύρος του Άξονα κλονίστηκε με αποτέλεσμα και οι φιλικά προσκείμενες χώρες να διστάζουν μπροστά σε μια συμμαχία με τις Γερμανοιταλικές δυνάμεις.
Οι φόβοι για επέκταση των ιταλικών δυνάμεων στην Αφρική και Μ. Ανατολή διαλύθηκαν αφού αυτές είχαν «βαλτώσει» για μήνες στα ελληνικά βουνά.
Στις 216 ημέρες που κράτησε η οργανωμένη αντίσταση του ελληνικού στρατού, μέχρι τη στιγμή που έπεσε και το τελευταίο οχυρό στην Κρήτη, όλος ο κόσμος έγινε μάρτυρας ενός μικρού θαύματος.
Το πώς μια αγροτική χώρα με ελάχιστο στρατό μπορεί να αντισταθεί ηρωικά σε έναν πολυάριθμο και καλύτερα εξοπλισμένο αντίπαλο είναι ένα γεγονός που παραμένει μυστήριο από την εποχή των Θερμοπυλών. Σίγουρα όμως, αν η Ελλάδα -είτε από δειλία είτε από συμφέρον- είχε δεχθεί το τελεσίγραφο των Ιταλών την 28η Οκτωβρίου του 1940 ο πόλεμος θα είχε διαφορετική έκβαση με απρόβλεπτες -ιστορικά- συνέπειες.
Πηγή : H KAΘHMEPINH


Στον παρακάτω σύνδεσμο θα βρείτε την πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία της νηπιαγωγού Χρυσάνθης Σοφιανοπούλου, στην Δημητσάνα το 2005
 
http://www.inarcadia.gr/news/arthra/ekpaid/28omil-sofian.pdf

24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΒΕΣΤΦΑΛΙΑΣ

Σαν σήμερα, πριν από 362 χρόνια υπογράφηκε η Συνθήκη της Βεστφαλίας δίνοντας τέλος στον Τριακονταετή πόλεμο και επιφέροντας αλλαγές στην ισορροπία των δυνάμεων της Ευρώπης, καθώς για πρώτη φορά αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία και η ουδετερότητα της Ελβετίας.

Η συνθήκη επικυρώθηκε στις 3 - 2 - 1649 από όλους τους ενδιαφερόμενους, εκτός από τους Ισπανούς, που αρνήθηκαν να την υπογράψουν και συνέχισαν για μια δεκαετία ακόμα τον πόλεμο κατά της Γαλλίας. Ο πόλεμος αυτός τερματίστηκε με τη συνθήκη των Πυρηναίων.


Γυρίζοντας λίγα χρόνια πιο πίσω από την υπογραφή της συνθήκης, σε μια προσπάθεια συναρμολόγησης του ιστορικού ψηφιδωτού, συναντάμε τον Τριακονταετή Πόλεμο που έλαβε χώρα από το 1618 ως το 1648, στις συνέπειες του οποίου συγκαταλέγεται και η υπογραφή της συνθήκης. Ο πόλεμος αυτός, που σημάδεψε την ιστορία της Ευρώπης, έλαβε χώρα κυρίως στα εδάφη της σημερινής Γερμανίας φέρνοντας αντιμέτωπες τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Παρ’ όλο τον ιδιόμορφο θρησκευτικό χαρακτήρα της, η διαμάχη ανάμεσα στη δυναστεία των Αψβούργων και τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν ένα από τα κύρια αίτια της σύγκρουσης, καθώς η καθολική Γαλλία υποστήριξε τη διαμαρτυρόμενη πλευρά ενισχύοντας τη διαμάχη ανάμεσα στους Αψβούργους και τη Γαλλία. Οι θρησκευτικές διαμάχες καθολικών-προτεσταντών στην γερμανική αυτοκρατορία και η αντιμεταρρύθμιση του αυτοκρατορικού οίκου οδήγησαν στην έναρξη του πολέμου που κατέστρεψε ολοκληρωτικά την κεντρική Ευρώπη και κυρίως τη Γερμανία που υπέστη το μεγαλύτερο πλήγμα.

Ο καταστροφικός αυτός πόλεμος λήγει με τη συνθήκη της Βεστφαλίας, που υπογράφηκε στις 24 Οκτωβρίου του 1648, μετά από διαπραγματεύσεις πολλών φάσεων, στις οποίες έλαβαν μέρος η Γαλλία, η Γερμανία, η Σουηδία, οι Κάτω Χώρες, η Ισπανία, η Ελβετία, καθώς και οι Ενετοί αλλά και ο πάπας παίζοντας το ρόλο του διαμεσολαβητή. Η σημασία αυτής της συνθήκης για τη μετέπειτα ιστορία και γεωγραφία της Ευρώπης έγκειται στο γεγονός ότι η συνθήκη αυτή έθεσε τα θεμέλια για τη σημερινή μορφή της Γηραιάς Ηπείρου. Χώρες όπως η Ελβετία και οι Κάτω χώρες ανεξαρτητοποιήθηκαν από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Ισπανία αντίστοιχα ενώ τέθηκε φραγμός στους Αψβούργους σχετικά με την απόλυτη μοναρχία στα Γερμανικά κράτη. Νικητές μετά τον πόλεμο βγήκαν οι Γάλλοι και οι Σουηδοί, ενώ στη πλευρά των ηττημένων βρέθηκε ο Ρωμαιοκαθολικισμός, αφού ο Λουθηρανισμός και ο Καλβινισμός δε θεωρούνταν πλέον αιρέσεις και οι πιστοί τους δεν οδηγούνταν πια στην πυρά, στο πλαίσιο της κατάκτησης του καθολικού δικαιώματος της ανεξιθρησκίας.

Έτσι, μια ολέθρια θρησκευτική σύγκρουση του καθολικού ηγεμόνα με τους προτεστάντες μεταλλάχθηκε σε σύγκρουση για ισχύ στην Ευρώπη. Ωστόσο, οι αντιδικίες επί θρησκευτικών θεμάτων θα συνεχιστούν από όσους υπέγραψαν τη συνθήκη αλλά και από την Οθωμανική Αυτοκρατορία για αρκετά χρόνια ακόμη.


ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ

Εδαφικές διατάξεις της συνθήκης:

1. Η Σουηδία πήρε το Β τμήμα της Πομερανίας, τα νησιά Ρίγκεν, Ούζεντομ και Βόλιν, τη Βρέμη και το Βέρντεν.

2. Η Γαλλία τις πόλεις Μετς, Τουλ και Βερντέν καθώς και την Αλσατία.

3. Το Βραδεμβούργο τμήμα της Πομερανίας, το Μαγδεμβούργο, το Χάλβερστατ, το Μίντεν και το Καμίν.

4. Η Βαυαρία το Άνω Παλατινάτο.

5. Η Έση - Κάσελ το δουκάτο του Σάουμπουρκ και το Χέρσεφεντ.

6. Οι Κάτω Χώρες και η Ελβετία πέτυχαν την ανεξαρτησία τους.

7. Τα 355 γερμανικά κρατίδια κηρύχτηκαν ανεξάρτητα.

8. Ορισμένα γερμανικά κρατίδια αποζημιώθηκαν με την παραχώρηση, κυρίως εκκλησιαστικών κτημάτων και

9. Αναγνωρίστηκε η ελευθεροπλοΐα στο Ρήνο.

Πολιτικές διατάξεις:

1. Μέσα στη Γερμανική Αυτοκρατορία ήταν ελεύθερα τα δόγματα των καθολικών και των διαμαρτυρόμενων.

2. Εξισώνονται οι λουθηρανοί και οι καλβινιστές.

3. Οι θρησκευτικές διαφορές ορίστηκε να λύνονται μέσα στη γερμανική Δίαιτα με αντιπροσώπους κ.λ.π.


Η συνθήκη της Βεστφαλίας είναι η πρώτη μεγάλη διεθνής συνθήκη και έβαλε τις βάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελεύθερης ναυσιπλοΐας.

ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ:

Οταν τον Οκτώβριο του 1648 υπογράφηκε η Συνθήκη της Βεστφαλίας, ο αδυσώπητος Τριακονταετής πόλεμος είχε λήξει. Οι αντιδικίες ωστόσο στα θρησκευτικά θέματα θα συνεχιστούν, όπως είναι γνωστό, για πολλά ακόμη χρόνια με πρωταγωνιστές εκείνους που υπέγραψαν αυτήν τη Συνθήκη. Θα συνεχιστούν στα εδάφη των χωρών που την υπέγραψαν ­ ή γενικότερα εκείνων που αποδέχτηκαν τις ρυθμίσεις της ­ αλλά και στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου ζούσαν οι ορθόδοξοι χριστιανοί. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το παράδειγμα το επέλεξα από το στρατόπεδο των Καθολικών, καθώς για τις σχέσεις με τους Διαμαρτυρομένους, για τις προσπάθειές τους να προσεταιρισθούν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο προκειμένου να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση στον αγώνα κατά των Καθολικών έχουν γραφεί και θα ειπωθούν αρκετά από τον επόμενο ομιλητή.

Είκοσι δύο λοιπόν χρόνια μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, στα 1670, φτάνει στην Κωνσταντινούπολη ο νέος πρέσβης της Γαλλίας, ο μαρκήσιος de Nointel. Το κύριο θέμα με το οποίο έπρεπε να ασχοληθεί ο γάλλος διπλωμάτης ήταν, ασφαλώς, η ανανέωση των Διομολογήσεων (Capitulations). Ωστόσο παράλληλα με τη νομική κατοχύρωση των εμπορικών συμφερόντων της χώρας του, που καλύπτονταν με τις Διομολογήσεις, όφειλε να υπερασπιστεί και να προωθήσει τα συμφέροντα της κυβέρνησής του και σε ένα άλλο επίπεδο, λιγότερο ίσως υλιστικό, εξίσου όμως ζωτικό: στο επίπεδο της εκκλησιαστικής διπλωματίας. Διότι η Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ', του Βασιλιά-Ηλιου, διεκδικούσε τότε τον ρόλο του προστάτη του καθολικισμού και η Κωνσταντινούπολη ήταν ένα από τα πεδία στα οποία οι οπαδοί της καθολικής εκκλησίας και οι διαμαρτυρόμενοι διασταύρωναν τα θεολογικά τους ξίφη. Ας σημειωθεί ακόμη ότι το ενδιαφέρον της γαλλικής κυβέρνησης ήταν ζωτικό για τα θέματα αυτά, αφού και στο ίδιο το γαλλικό έδαφος είχε ξεσπάσει μια σφοδρή διαμάχη ανάμεσα στους γάλλους καθολικούς και τους καλβινιστές υπηκόους της.

Τι έπρεπε να κάνει ο γάλλος διπλωμάτης σε πρακτικό επίπεδο; Να αποσπάσει από τις διάφορες ελληνικές κοινότητες ομολογίες πίστεως που θα πρόσφεραν νέα και «αναντίρρητα» επιχειρήματα στους καθολικούς θεολόγους. «Να αποσπάσει», όχι βέβαια ο ίδιος. Για τον λόγο αυτό πήρε μαζί του όταν ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη τον Antoine Galland, που επρόκειτο να αναλάβει τον ρόλο τού, ας πούμε, attache theologique της γαλλικής πρεσβείας και ο οποίος θα μείνει στην Ιστορία της Λογοτεχνίας ως ο μεταφραστής των αραβικών διηγημάτων «Χίλιες και μία νύχτες» («Mille et une nuit») που άρχισαν να εκδίδονται στο Παρίσι το 1704.

Ο νέος γραμματέας της πρεσβείας έμαθε γρήγορα τα ελληνικά και επιδόθηκε με ζήλο στο έργο του. Ετσι τον Ιούλιο του 1672 ο de Nointel μπόρεσε να στείλει στο Παρίσι μια σειρά από ομολογίες πίστεως που το επιτελείο του είχε συλλέξει από διάφορες ελληνικές και αρμενικές κοινότητες της Κωνσταντινούπολης, των νησιών του Αιγαίου, της Συρίας και της Αιγύπτου.

Πέρα όμως από τη συλλογή τεκμηρίων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους καθολικούς θεολόγους στον μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας αγώνα τους κατά των Διαμαρτυρομένων, φαίνεται ότι οι επιτελείς της γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη ενέταξαν και τη συγγραφή διαφόρων πονημάτων που απέβλεπαν προφανώς στο να ικανοποιήσουν τον ίδιο στόχο. Τεκμήρια ιστορικά που είναι χρήσιμα και στην ελληνική ιστοριογραφία. Για παράδειγμα.

Από τους ίδιους επιτελείς της γαλλικής πρεσβείας εκπονήθηκε στα 1671 μια περιγραφή της ελληνικής κοινωνίας που, αν ξέρει κάποιος να τη διαβάσει, προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για την κοινωνική δομή τού εντός του πλαισίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Νέου Ελληνισμού. «Αν ξέρει κάποιος να τη διαβάσει»· εννοώ φυσικά εκείνον που θα μπορέσει να αποκαθάρει τις πληροφορίες που περιέχει από τη λογική της προπαγάνδας με την οποία είναι εμποτισμένη. Διότι η περιγραφή δεν έγινε για ν' αποδώσει τη δομή της ελληνικής κοινωνίας τον 17ο αιώνα αλλά για να οδηγήσει τον αναγνώστη της στο συμπέρασμα, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, κατ' αναλογία προς την ελληνική κοινωνία, βρίσκεται σε παρακμή. Και όμως στην περιγραφή αυτή περιέχεται μια πολύτιμη πληροφορία: ότι από τα μέσα του 17ου αιώνα μια νέα κοινωνική ομάδα ανερχόταν στην κλίμακα της ελληνικής κοινωνίας, μια κοινωνική ομάδα που θα ονομαστεί πολύ αργότερα Φαναριώτες.

Ελληνισμός και διεθνές δίκαιο

Από την άποψη αυτή ο 17ος αιώνας δεν είναι μόνο σημαντικός για τις ευρωπαϊκές χώρες που με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας δήλωσαν τη βούλησή τους να θέσουν τέρμα στον Τριακονταετή πόλεμο και άνοιγαν τον δρόμο για να τεθούν οι νέες αρχές του διεθνούς δικαίου· είναι σημαντικός και για τον Ελληνισμό που ζούσε εντός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού στον αιώνα αυτόν συντελείται μια κοινωνική αναστρωμάτωση που, με τη μεταρρυθμιστική της ορμή, θα φέρει στην επιφάνεια νέες ιδέες και κοινωνικές αξίες, καθώς θα απελευθερώσει νέες δυνάμεις από τους κόλπους του Νέου Ελληνισμού.

Πραγματικά, τον νέο κόσμο που αναδύεται τον 17ο αιώνα δεν τον αποτελούν οι απόγονοι της βυζαντινής αριστοκρατίας, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν βρει τρόπους να επιβιώσουν της οθωμανικής κατάκτησης· ήταν άνθρωποι νέας κοινωνικής εξορύξεως, που κατόρθωσαν να σχηματίσουν κάποιες περιουσίες μέσα στον 17ο αιώνα. Τα παιδιά τους τα στέλνουν να σπουδάσουν σε πανεπιστήμια ιταλικών κυρίως πόλεων. Οι νέοι αυτοί με τις σπουδές και τη γλωσσομάθειά τους γίνονται πολύτιμοι για την οθωμανική διοίκηση που θέλει σχέσεις με τις ευρωπαϊκές χώρες.

Σύνδεση με την πολιτική εξουσία και καλή οικονομική επιφάνεια ήταν ένα καλό εφαλτήριο για να διεκδικήσει κάποιος την εξουσία, την ηγεσία της ελληνικής κοινωνίας που ζούσε στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη διεκδίκησαν· και εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι να θυμίσουμε πως μέσα από αυτές τις κοινωνικές διαδικασίες ήρθαν στην επιφάνεια νέες ιδέες, νέες αξίες. Τότε εμφανίζεται για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο η ιδέα του φυσικού δικαιώματος, ιδεολογικό όπλο της νέας αυτής ομάδας κατά των ιστορικών δικαιωμάτων των απογόνων των βυζαντινών οικογενειών. Τότε προβάλλεται με μεγαλύτερη ένταση η ιδέα της «φιλομάθειας» ως κοινωνικής αξίας που αντιπαρατίθεται στη «φιλοχρηματία», ιδανικό που καλλιεργούσαν, κατά τους κοινωνικούς τους αντιπάλους, οι απόγονοι του παλαιού καθεστώτος.

Από αυτήν την ομάδα η οθωμανική πολιτική εξουσία θα βρει έναν από τους πληρεξουσίους της που θα την εκπροσωπήσει στις διαπραγματεύσεις ­ όχι της Συνθήκης της Βεστφαλίας όπου κανείς δεν την προσκάλεσε και η οποία άλλωστε δεν την αφορούσε ­ αλλά στη Συνθήκη του Κάρλοβιτς που θα υπογραφεί στα τέλη του 17ου αιώνα. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος θα είναι εκείνος που θα υπογράψει τη Συνθήκη ως πληρεξούσιος της Υψηλής Πύλης, της ηττημένης Πύλης από τη μια μεριά και της Αυστρίας, της Ρωσίας, της Βενετίας και της Πολωνίας από την άλλη και με τη μεσολάβηση της Αγγλίας και της Ολλανδίας.

Χριστιανοί και κατακτητές

Με τέτοιες προσβάσεις προς την πολιτική εξουσία, με ένα διοικητικό θεσμό σαν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που είχε όχι μόνο διοικητικές αρμοδιότητες στα θέματα του κλήρου αλλά και δικαιοδοτικές για το σύνολο των χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με γλώσσα κοινή και κοινές πολιτισμικές παραδόσεις που, παρ' όλες τις δυσκολίες, διατηρήθηκαν, οι έλληνες χριστιανοί, που στα μέσα του 15ου αιώνα υπέστησαν την οθωμανική κατάκτηση, μπορούσαν να υπερηφανεύονται ότι κατόρθωσαν κάτι, ότι όχι μόνο επέζησαν αλλά βελτίωσαν τους όρους της ζωής τους. Μόνοι· έχοντας τότε απέναντί τους όχι μόνο τους κατακτητές τους αλλά συχνά και τους φανατικούς εκπροσώπους των διαφόρων άλλων χριστιανικών δογμάτων.

Με τους μη φανατικούς υπήρχε πάντα έντονη η ανάγκη της επαφής και μεγάλη η ανάγκη αναζήτησης στήριξης. Στον μακρύ κατάλογο των Ελλήνων που έκαναν εκκλήσεις προς τους ευρωπαίους ηγέτες για την απελευθέρωση της Ελλάδας ήρθε πρόσφατα να προστεθεί ένα ακόμα όνομα και ένας ακόμη αποδέκτης: ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος Β' ­ ο ίδιος ο πατριάρχης, με τους πρόσθετους κινδύνους που το εγχείρημα αυτό συνεπαγόταν για τον ίδιο και το ποίμνιό του ­ στέλνει έκκληση τον Απρίλιο του 1609 προς τον βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ'. Ο πατριάρχης τονίζει ένα ιστορικό προηγούμενο: όπως ο βασιλέας Κωνσταντίνος ­ εννοεί τον Μέγα Κωνσταντίνο του 4ου αιώνα ­ «εκ των αυτόθι δυτικών [εδαφών]... ηλευθέρωσεν εκ των ειδωλολατρών πάντα τόπον» έτσι να κάνεις και Σύ στην Ανατολή. Κάνε το όμως σύντομα «όπως μη καταφθείρωσιν ημάς οι άγριοι θήρες [= τα άγρια θηρία], και λυσσώδεις κύνες εις το παντελές». Ηταν μία ακόμη έκκληση χωρίς ανταπόκριση.

Η αρχή των εθνοτήτων

Οι «άγριοι θήρες» και οι «λυσσώδεις κύνες» δεν σταμάτησαν βέβαια το έργο τους· και δεν το σταμάτησαν διότι κοντά στους άλλους λόγους, τον 17ο αιώνα οι συχνές αλλαγές των φορέων της οθωμανικής πολιτικής εξουσίας δεν επέτρεπαν να εμπεδωθεί μια περίοδος εσωτερικής ειρήνης. Σημειώνω απλώς πως ενώ τον 16ο αιώνα, τον αιώνα της μεγάλης ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ­ κατά τον οποίο είχαμε και τη λεγόμενη pax ottomanica ­, έγιναν πέντε αλλαγές σουλτάνων, τον επόμενο αιώνα, τον 17ο, έγιναν διπλάσιες, δέκα αλλαγές που συσσώρευσαν νέα ­ κοντά στα παλαιά ­ βάρη στους υπηκόους. Παρ' όλα αυτά ­ ίσως και εξαιτίας αυτών ­ από τα μέσα του 17ου αιώνα η ελληνική κοινωνία άρχισε να παρουσιάζει την εικόνα που περιγράψαμε. Δικαιολογημένα λοιπόν τον επόμενο αιώνα, τον 18ο, ένα άλλος Φαναριώτης, ο Δημήτριος Καταρτζής θα παρουσιάσει τη θεωρητική κατασκευή της άποψης πως οι Ελληνες, μολονότι ζουν στον κλοιό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούν μια ιδιαίτερη πολιτική κοινωνία, με δικούς της θρησκευτικοπολιτικούς θεσμούς, με κοινή θρησκεία, γλώσσα και παιδεία. Ο αιώνας των Φώτων ­ και οπαδός των διδαγμάτων του ήταν ο πιο πάνω συγγραφέας ­ είχε άλλο πολιτικό λεξιλόγιο από εκείνο της εποχής της Συνθήκης της Βεστφαλίας. Από την αυγή της κυριαρχίας των κρατών είμαστε πια στην αυγή της αρχής των εθνοτήτων, κατά την οποία κάθε οργανωμένη πολιτική κοινωνία θα διεκδικήσει και μια δική της κρατική οργάνωση, ένα εθνικό κράτος. Οι Ελληνες το διεκδίκησαν με μια αιματηρή Επανάσταση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 19ου αι., στη συνέχεια διεύρυναν τα όρια του μικρού κράτους που δημιουργήθηκε και από το 1981 συντονίζουν και επισήμως τα βήματά τους σε μια κοινή ευρωπαϊκή πορεία.

Ο κ. Δημήτρης Γ. Αποστολόπουλος είναι ιστορικός, διευθυντής ερευνών του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.